- χορηγός
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.).
* * *ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγός, θηλ. χορηγίς, -ίδος, Α1. (στην αρχ. Αθήνα) εύπορος πολίτης ο οποίος κατέβαλλε την δαπάνη για την συγκρότηση χορού που συμμετείχε σε παραστάσεις δραματικών έργων κατά την εορτή τών Διονυσίων και σε άλλες εκδηλώσεις («καταστὰς δὲ χορηγὸς τραγῳδοῑς ἀνήλωσα τριάκοντα μνᾱς», Λυσ.)2. αυτός που καταβάλλει την δαπάνη για κάτι, αυτός που παρέχει τα μέσα για έναν σκοπό, για τη διοργάνωση μιας εκδήλωσης (α. «οι χορηγοί τής συναυλίας αποφάσισαν την ματαίωσή της» β. «τοὺς τῶν ἀκροαμάτων χορηγούς», Πλούτ.)3. (γενικά) αυτός που παρέχει σε κάποιον κάτι, που δίνει, που χορηγεί κάτι (α. «χορηγός ζωής» β. «ὁ τοῡ φωτὸς χορηγός», Μηναί.γ. «τὰς... ἡδονὰς ἀγνοοῡντας, ὧν ἁπασῶν φιλοσοφία χορηγός ἐστι», Πλούτ.)4. (ειδικά) προμηθευτήςαρχ.1. ο κορυφαίος τού χορού2. (γενικά) ο ηγέτης πλήθους, ο αρχηγός ομάδας3. αυτός που εφοδιάζει τον στρατό με τρόφιμα4. αστρολ. (για πλανήτη) ο πάτρωνας, ο προστάτης μιας συντεχνίας5. συν. στον πληθ. οἱ χορηγοίιατρ. α) οι φλέβες, που άγουν, που χορηγούν αίμαβ) αντικείμενα για ιατρική περιποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. ὁδ-ηγός. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.